ιδεάζω

ιδεάζω
μετ.
1) наводить на мысль; наводить на подозрение; 2) ставить в известность, сообщать;

ιδεάζομαι — подозревать, заподозрить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιδεάζω" в других словарях:

  • ιδεάζω — ιδεάζω, ιδέασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδεάζω — 1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό 2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. άζω (πρβλ. ακμ άζω, δικ άζω)] …   Dictionary of Greek

  • ιδεάζω — ιδεάστηκα, ιδεασμένος 1. ειδοποιώ κάποιον, του ανοίγω τα μάτια. 2. το παθ., ιδεάζομαι υποπτεύομαι κάτι, μπαίνω σε ιδέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • προϊδεάζω — Ν βάζω σε κάποιον ιδέα για κάτι που θα συμβεί ή για κάτι που συνέβη, προδιαθέτω κάποιον για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ιδεάζω (< ιδέα). Το ρ. μαρτυρείται από το 185β στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»